γαστρερό

γαστρερό
και γαστερό, γαστερικό, αγαστερό, το
μικρό πήλινο δοχείο στο οποίο διατηρούν την πυτιά ανακατωμένη με γάλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαστέρα «το μέρος τού στομαχιού αρνιού ή κατσικιού που περιέχει την πυτιά»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αγαστερό — το [αγαστέρα] το γαστρερό* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”